- ορκωμόσιον
- ὁρκωμόσιον, τὸ (Α)βλ. ορκωμόσια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁρκωμόσιον — ὁρκωμόσια asseverations on oath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορκωμόσια — ὁρκωμόσια, τὰ (Α) [ορκωμότης] 1. ένορκη κύρωση υπόσχεσης που δόθηκε 2. θυσίες ή τελετές οι οποίες συνόδευαν τη σύναψη συνθήκης ή συμμαχίας, τα όρκια* 3. (στον εν.) τὸ ὁρκωμόσιον τόπος όπου πραγματοποιήθηκε σύναψη συνθήκης η οποία κυρώθηκε με… … Dictionary of Greek